-
101 правый
прав||ый Iприл1. δεξιός, δεξίς:\правыйая рука́ τό δεξί χέρι·2. полит δεξιός, τής δεξιάς παράταξης:\правый уклон ἡ δεξιά παρέκκλιση.пра́в||ый IIприл (справедливый) δίκαιος, νόμιμος, σωστός, ὁρθός:наше дело \правыйое ἡ ὑπόθεσή μας εἶναι δίκαια· быть \правыйым ἔχω δίκαιο, ἔχω δίκιο· вы совершенно \правыйы ἔχετε ἀπόλυτο δίκαιο. -
102 прибирать
прибиратьнесов1. (приводить в порядок) τακτοποιώ, συγυρίζω:\прибирать комнату συγυρίζω τό δωμάτιο· \прибирать постель στρώνω τό κρεββάτι, συγυρίζω τό κρεββάτι·2. (прятать) (περι)μαζεύω, φυλάγω, κρύβω· ◊ \прибирать к рукам а) (кого-л.) ὑποτάσσω, κάνω τοῦ χεριοῦ μου, καβαλλικεύω κάποιον, б) (что-л.) οίκειοποιοῦμαι, βάζω στό χέρι. -
103 прижимать
прижиматьнесов1. σφίγγω, πιέζω, ζουλώ:\прижимать ру́ку к сердцу βάζω τό χέρι μου στήν καρδιά· \прижимать кого́-л. к своей груди σφίγγω κάποιον στήν ἀγκαλιά μου·2. перен (притеснять) разг στρυμώ(χ)-νω, στενοχωρώ κάποιον. -
104 прикидывать
прикидыватьнесов, прикинуть сов разг1. (приблизительно определять) ὑπολογίζω, λογαριάζω:\прикидывать на руке (вес) ὑπολογίζω τό βάρος στό χέρι· \прикидывать на весах ζυγίζω· \прикидывать на глазок ἐκτιμώ μέ τό μάτι· \прикидывать в уме ὑπολογίζω μέ τό νοῦ μου·2. (прибавлять) προσθέτω, βάζω κι ἄλλο. -
105 прикладывать
прикладыватьнесоз.1. (класть) βάζω, ἀκουμπώ (μετ.):\прикладывать ру́ку к сердцу βάζω τό χέρι στήν καρδιά·2. (накладывать) ἐπιθέτω:\прикладывать печать σφραγίζω, βάζω σφραγίδα·3. см. прилагать 3. -
106 припадать
припадатьнесов1. (к чему-л., к кому-л.) πέφτω, πίπτω (σέ κάτι, σέ κάποιον), σφίγγομαι:\припадать к чьйм-л. ногам πέφτω στά πόδια κάποιου· \припадать к руке σφίγγομαι πάνω στό χέρί2. (прихрамывать):\припадать на правую (левую) но́гу κουτσαίνω στό δεξί (στ' ἀριστερό) πόδι. -
107 сей
сейI, сейте повелит, накл. отсеять.сей II(сия, сие, сии) мест. указ. αὐτός:до сих пор а) (о месте) ὡς ἐδῶ, б) (о времени) ὡς τώρα, καί τώρα ἀκόμη· по сей день μέχρι σήμερα· по сию пору μέχρι τοδδε· сий минуту ἀμέσως, αὐτό-στιγμα· сие от него́ не зависит ирон. αὐτό δέν εἶναι στό χέρι του· при сем прилагается συνημμένως, ἐσωκλείστως. -
108 сердце
сердц||ес в разн. знач. ἡ καρδιά, ἡ καρδία:болезни \сердцеа τά καρδιακά νοση-ματα, οἱ καρδιοπάθειες· порок \сердцеа τό καρδιακό νόσημα· доброе \сердце ἡ καλή (или ἡ ἀγατή) καρδιά· каменное \сердце ἡ καρδιά πέτρα· покорить чье-л, \сердце αίχμαλωτίζω, μαγεύω· открыть кому-л, \сердце ἀνοίγω σέ κάποιον τήν καρδιά μου· принимать близко к \сердцеу τό παίρνω κατάκαρδα· \сердце мое разрывается ραγίζει ἡ καρδιά μου· \сердце мое обливается кровью μοῦ ματώνει ἡ καρδιά· щемит \сердце σφίγγει ἡ καρδιά, πονεῖ ἡ καρδιἄ у меня \сердце не лежит кчему́-л., к кому́-л. δεν μέ τραβάει· у меня тяжело́ на \сердце ἔχω βάρος στήν καρδιά μου, βαρυθυμω· у меня \сердце замирает μοῦ κόβεται ἡ ἀναπνοή· с замиранием \сердцеа μέ συγκρατημένη ἀναπνοή· с открытым \сердцеем μέ ἀνοιχτή καρδιά· с тяжелым \сердцеем μέ βαρειά καρδιά· с легким \сердцеем χωρίς δισταγμό· от всего \сердцеа μέ ὅλη μου τήν καρδιά, ἐξ ὅλης καρδίας· всем \сердцеем μ' ὁλην μου τήν καρδιά· ◊ скрепя \сердце ἀνόρεχτα, μέ τό στανιό· положи ру́ку на \сердце μέ τό χέρι στήν καρδιά· отлегло́ от \сердцеа καθησυχάζω (άμετ.)· брать за \сердце συγκινώ· сорвать \сердце на ко́м-л. ξεσπάνω, ξεθυμαίνω σέ κάποιον в \сердцеа́х πάνω στον θυμό· с глаз долой \сердце из \сердцеа вон погов. μάτια πού δέν βλέπονται γρήγορα λησμονιοῦνται. -
109 сжимать
сжиматьнесов (συ)σφίγγω/ συμπιέζω, συνθλίβω (жидкость, газ и т. п.):\сжимать ру́ку в кулак σφίγγω τήν γροθιά· \сжимать руку кому́-л. σφίγγω τό χέρι κάποιου· \сжимать зу́бы (кулаки́) σφίγγω τά δόντια (τίς γρο-θιές)· \сжимать в объятиях σφίγγω στήν ἀγ-γαλιά· предчу́вствие сжало мне сердце τό προαίσθημα μοῦ πλάκωνε τήν καρδιά. -
110 синица
сини́ц||аж ὁ καλόγηρος· ◊ не сули журавля в небе, дай \синицау в ру́ки посл. κάλλιο πέντε καί στό χέρι παρά δέκα καί καρτερεί. -
111 сулить
сулитьнесов разг ὑπόσχομαι, τάζω:\сулить золотые горы τάζω λαγούς μέ πετραχήλια· ◊ не сули́ журавля в небе, дай синицу в ру́ки посл. κάλλιο πέντε καί στό χέρι παρά δέκα καί καρτέρι. -
112 третий
трет||ийприл τρίτος:\третийье лицо́ τό τρίτο πρόσωπο· \третийье склонение грам. ἡ τρίτη κλίση· \третий этаж τό δεύτερο πάτωμα· \третий класс (в школе) ἡ τρίτη τάξη· \третийьего числа στις τρεις τοῦ μηνός, τήν τρίτη τοῦ μηνός· \третийьего января στίς τρεις 'ἱανουαρίου· \третийья страница ἡ τρίτη σελίδα· \третийьего дня προχθές· ◊ из \третийьих рук ἀπό τρίτο χέρι. -
113 трясти
тряс||ти́несов1. σείω, κουνώ, τινάζω:\трясти ковры ξεσκονίζω (или τινάζω) τά χαλιά· \трясти пыль из мешка τινάζω τή σκόνη ἀπ' τό τσουβάλι· \трясти дерево σείω (или τινάζω) τό δένδρο· \трясти ру́ку кому-л. τραντάζω τό χέρι κάποιου· \трясти головой τρέμει τό κεφάλι μου·2. (об экипаже) τινάζω, τραντάζω·3. безл:ее \трястиет от холода τουρτουρίζει ἀπό τό κρύο· его́ \трястиет от страха τρέμει ἀπό τόν φόβο του. -
114 тяжелый
тяжел||ыйприл1. βαρύς:\тяжелый гру́з τό βαρύ φορτίο· \тяжелый чемодан ἡ βαρειά βαλί-τσα·2. (суровый) βαρύς/ αὐστηρός (строгий):\тяжелыйое наказание ἡ βαρειά ποινή· \тяжелыйая ответственность ἡ βαρειά εὐθύνη· \тяжелыйая вина τό βαρύ πταίσμα, τό σοβαρό σφάλμα· \тяжелыйое преступление τό βαρύ ἔγκλημα·3. (трудный, утомительный) δύσκολος, βαρύς, κουραστικός:\тяжелый труд ὁ βαρύς κόπος· \тяжелыйая работа ἡ βαρειά ἐργασία· \тяжелыйая задача τό δύσκολο καθήκο·4. (серьезный) σοβαρός:\тяжелыйая болезнь ἡ σοβαρή ἀσθένεια·5. (мучительный) δύσκολος, βαρύς, λυπηρός, θλιβερός:\тяжелыйое зрелище τό λυπηρό θέαμα· \тяжелыйое чу́вство τό βαρύ αίσθημα· \тяжелый день ἡ βαρειά ἡμέρα· \тяжелыйые времена οἱ δύσκολοι καιροί· ◊ \тяжелыйая промышленность ἡ βαρειά βιομηχανία· \тяжелыйая артиллерия τό βαρύ πυροβολικό· \тяжелый танк βαρύ ἄρμα μάχης· \тяжелыйое топливо ἡ βαρειά καύσιμη ὕλη· \тяжелыйое дыхание ἡ δύσκολη ἀναπνοή· \тяжелый сон ὁ βαρύς ὑπνος· \тяжелыйая голова τό βαρύ κεφάλι (άπ' τήν ἀϋπνία)· \тяжелый шаг τό βαρύ βήμα \тяжелый нрав ὁ ἰδιότροπος χαρακτήρας· \тяжелый на подъем ὁ τεμπέλης, ὁ δυσκίνητος· \тяжелый воздух ἡ βαρειά ἀτμόσφαιρα· \тяжелыйая пища ἡ δύσπεπτη τροφή· \тяжелыйая рука́ τό βαρύ χέρι· с \тяжелый-ым сердцем μέ βαρειά καρδιά. -
115 уверенный
уверенн||ыйприл1. (о человеке) βέβαιος, πεπεισμένος, σίγουρος:быть \уверенныйым εἶμαι βέβαιος·2. (о движениях, тоне и т. п.) σταθερός, εὐσταθής:\уверенныйый шаг τό σταθερό βήμα· \уверенныйый ответ ἡ ἀδίσταχτη ἀπάντηση· \уверенныйый голос ἡ σταθερή φωνή· \уверенныйая рука τό σταθερό χέρι· ◊ будьте уверены) νά είσθε βέβαιος, νά είσθε σίγουρος. -
116 укол
уколмч1. τό τσίμπημα, τό κέντημα, ὁ νυγμός, τό σούβλισμα2. мед. ἡ ἔνεση[-ιςί \уколоть сов1. τσιμπώ, κεντώ, κεντρίζω, σουβλίζω:\уколоть руку игло́й τρυπώ τό χέρι μέ τό βελόνι·2. перен κεντώ:\уколоть чье-л. самолюбие κεντώ τή φιλοτιμία κάποιου. -
117 ушибать
ушибатьнесов, ушибить сов (что-л.) μωλωπίζω, χτυπώ (μετ.):\ушибать ру́ку χτυπώ τό χέρι· ушиби́ть кого́-л. μωλωπίζω (или χτυπώ) κάποιον. -
118 ущипнуть
ущипнутьсов τσιμπώ:\ущипнуть за руку τσιμπώ τό χέρι. -
119 шить
шитьнесов ράβω, ράπτω:\шить на машинке ράβω στήν ραπτομηχανή· \шить на руках ράβω μέ τό χέρι· \шить шелком κεντώ μέ μετάξι· \шить. серебром ἀσημοκεντώ· \шить золотом χρυσοκεντώ· ◊ шито белыми нитками φαίνεται ἀπό μακρυά· не лыком шит разг κάτι ἀξίζω, κάτι καταλαβαίνω· шито-крыто ὁὔτε γάτα ὁὔτε ζημιά, τά κάνω πλακάκια. -
120 замахиваться
[ζαμάχιβατσα] ρ. σηκώνω απειλητικά το χέρι ενάντια σε κάποιον
См. также в других словарях:
χέρι — Το ακρότατο τμήμα του επάνω άκρου· ο σκελετός του αποτελείται από 27 οστά, 8 από τα οποία (ονομάζονται μικρά οστά του χ. ή καρπός), βρίσκονται διατεταγμένα σε δυο σειρές και συμμετέχουν από τη μια μεριά στην άρθρωση του καρπού, ενώ από την άλλη… … Dictionary of Greek
χέρι — το 1. καθένα από τα δύο πάνω άκρα ανθρώπου και πιθήκου. 2. λαβή σκεύους ή οργάνου: Έσπασε το χέρι του ψυγείου. 3. παροιμ., «Tο να χέρι νίβει τ άλλο και τα δυο το πρόσωπο», η αμοιβαία αλληλοβοήθεια οδηγεί σε αγαθά αποτελέσματα. 4. φρ., «Δώσαμε τα… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χερί — χείρ b. fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χέρι' — χέρια , χέριον small handle neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χειρ — η / χείρ, χειρός, ΝΜΑ, και χείρα Ν, και αιολ. τ. χήρ Α 1. το χέρι 2. (ιδίως) το άκρο χέρι 3. συνεκδ. το άτομο τού οποίου το χέρι έκανε κάτι (α. «χειρ Χριστόδουλου Καλλέργη» ο εικονογράφος Χριστόδουλος Καλλέργης β. «χειρ δ ὁρᾷ τὸ δράσιμον», Αισχύλ … Dictionary of Greek
Μουσείο, Αρχαιολογικό Ολυμπίας — Οι συστηματικές ανασκαφές στο ιερό της Ολυμπίας, τον προσφιλέστερο λατρευτικό χώρο της αρχαίας Ελλάδας, άρχισαν το 1875, από Γερμανούς αρχαιολόγους, και με ολιγόχρονες διακοπές συνεχίζονται μέχρι σήμερα. Τα πλούσια ευρήματα των ανασκαφών βρήκαν… … Dictionary of Greek
κινηματογράφος — Μέσο έκφρασης και παρουσίασης, το οποίο χρησιμοποιεί την τεχνική της αποτύπωσης ακίνητων εικόνων σε φιλμ και της προβολής τους σε οθόνη, μέσω τεχνικών διαδικασιών, οι οποίες δημιουργούν την ψευδαίσθηση της κίνησης. Τα κύριαφαινόμενα που συντελούν … Dictionary of Greek
Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… … Dictionary of Greek
Μουσείο, Αρχαιολογικό Δελφών — Το Μουσείο των Δελφών, που στεγάζει μία από τις πλουσιότερες συλλογές έργων της αρχαίας ελληνικής τέχνης, χτίστηκε την πρώτη δεκαετία του 20ού αι., από τη Γαλλική Αρχαιολογική Σχολή, με χρήματα του ελληνικού δημοσίου και την αρωγή του εθνικού… … Dictionary of Greek
δεξιός — ά, ό και δεξύς, ιά, ύ (ή δεξής, ιά, ί) και δεξός, ά, ό (AM δεξιός, ά, όν) Ι. 1. (για τα μέλη τού σώματος) αυτός που βρίσκεται στο μισό μέρος όπως χωρίζεται με μια νοητή κάθετη γραμμή από το αριστερό μέρος (στο οποίο ακούγονται οι παλμοί τής… … Dictionary of Greek
μπάλος — Νησιώτικος, αντικριστός, οργανικός χορός, που χορεύεται σε όλα τα νησιά του Ιονίου και του Αιγαίου πελάγους. Πρόκειται ουσιαστικά για ένα σκετς παντομίμας, γεμάτο χάρη, κομψότητα και ευγένεια. Υπάρχουν πολλές παραλλαγές και κάποια ελευθερία στις… … Dictionary of Greek